- λαζαρίνα
- ηείδος ντουφεκιού παλαιότερης εποχής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λαζαρίνα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 443 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού, κοντά στα όρια με τον νομό Τρικάλων, 38 χλμ. ΒΔ της πόλης της Καρδίτσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μουζακίου. Ιπποτροφείο στον οικισμό… … Dictionary of Greek